γαΐτα

γαΐτα
η
1. μικρό μονόξυλο
2. μικρό αλιευτικό ιστιοφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθανώς από το ιταλ. gavetta «είδος στρατιωτικής καραβάνας που χρησιμοποιούν οι ναύτες για φαγητό»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”